περίπαιγμα

περίπαιγμα
το насмешка; издёвка, издевательство

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "περίπαιγμα" в других словарях:

  • περίπαιγμα — το, Ν [περιπαίζω] 1. το να περιπαίζει κανείς κάποιον ή κάτι 2. περιπαιχτικός λόγος ή ενέργεια …   Dictionary of Greek

  • περίπαιγμα — το, ατος ειρωνεία, κοροϊδία, περιγέλασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έμπαιγμα — το (AM ἔμπαιγμα) 1. περίπαιγμα, σκώμμα 2. εμπαιγμός …   Dictionary of Greek

  • επικερτόμημα — ἐπικερτόμημα, τὸ (Α) χλευαστικός λόγος, περίπαιγμα …   Dictionary of Greek

  • εμπαιγμός — ο 1. χλευασμός, περίπαιγμα, περιγέλασμα. 2. εξαπάτηση, κορόιδεμα, ξεγέλασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μυκτηρισμός — ο ειρωνεία, χλευασμός, περίπαιγμα: Δεν άντεξε τους μυκτηρισμούς των συγκρατούμενών του και αυτοκτόνησε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ου! — (επιφών.), δηλώνει περίπαιγμα, αηδία, ειρωνεία, αποδοκιμασία: Ου! δεν ντρέπεσαι. – Ου! μας σκότισες. – Ου! να χαθείς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χλευασμός — ο περιγέλασμα, περίπαιγμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»